-
1 ἐπι-σφαλής
ἐπι-σφαλής, ές, zum Fallen geneigt, wankend, unsicher, τὰ μεγάλα πάντ' ἐπισφαλῆ Plat. Rep. VI, 497 d; ἐπισφαλεστέρα δύναμις Dem. g, 15; τόποι Pol. 1, 54, 3, schlüpfrig; gefährlich, Luc. Symp. 45; Sp. auch ἐς od. πρός τι, zu Etwas verleitend, ἐς βλάβην Plut. Symp. 3, 4, 1. – Adv., ἐπισφαλῶς διάκειται ἡ πόλις, ist in einer gefährlichen Lage, Plut. Sol. 13; Pol. 6, 25, 4.
См. также в других словарях:
επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… … Dictionary of Greek